-
1 сокращение
сокращение с 1) η συντόμευση 2) (уменьшение) η μείωση, η ελάττωση; \сокращение Ядерных вооружений η μείωση των πυρηνικών εξοπλισμών* * *с1) η συντόμευση2) ( уменьшение) η μείωση, η ελάττωσηсокраще́ние я́дерных вооруже́ний — η μείωση των πυρηνικών εξοπλισμών
-
2 редуцирование
1. (понижение давления газа или жидкости) η μείωση της πίεσης 2. (вытяжка пруткового металла) η έλαση/μείωση της διαμέτρου 3 (лингв) η εξασθένιση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > редуцирование
-
3 свёртывание
1. (прекращение деятельности) о περιορισμός, η μείωση 2. (в рулон) το τύλιγμα (σε ρολό) 3 (крови) η πήξη/το πήξιμο (του αίματος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > свёртывание
-
4 сокращение
1. (слов, наименований) η συντομογραφία, η βραχυγραφία 2. (уменьшение, выбрасывание, исключение) η μείωση, η ελάττωση, η περικοπή- экспорта - των εξαγωγών 3 (укорочение) το κόντεμα, η συντόμευση4. мат. η απλοποίηση 5. (напр. штата) η μείωση (του προσωπικού), η απόλυση 6. мед. η συστολήη σύσπασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сокращение
-
5 убавление
1. (уменьшение) η μείωση, η ελάττωση 2. (величины, количества, степени и т.п.) η μείωση, η ελάττωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > убавление
-
6 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
7 вооружение
вооружение с (действие', оружие) о εξοπλισμός· сокра щение \вооружениеи η μείωση των εξο πλισμών· контроль над \вооружениеем о έλεγχος των εξοπλισμών* * *с(действие; оружие) ο εξοπλισμόςсокраще́ние вооруже́ний — η μείωση των εξοπλισμών
контро́ль над вооруже́нием — ο έλεγχος των εξοπλισμών
-
8 понижение
понижение с 1) το χαμήλωμα· η μείωση, η ελλάτωση (уменьшение)' η πτώση (падение) 2) (по службе) о υποβιβασμός* * *с2) ( по службе) ο υποβιβασμός -
9 преуменьшение
-
10 снижение
снижение с 1) (самолёта и т. п.) το κατέβασμα, το χαμήλωμα 2) (уменьшение) η μείωση; ο υποβιβασμός; \снижение цен η πτώση των τιμών, η έκπτωση* * *с1) (самолёта и т. п.) το κατέβασμα, το χαμήλωμα2) ( уменьшение) η μείωση; ο υποβιβασμόςсниже́ние цен — η πτώση των τιμών, η έκπτωση
-
11 уменьшение
-
12 поиижение
поииж||ениес1. ἡ μείωση [-ις], ἡ ἐλάττωση [-ις], τό χαμήλωμα / ἡ πτώση [-ις] (падение):\поиижениеение цен ἡ ἐλάττωση (или ἡ μείωση) τῶν τιμών, ἡ ὑποτίμηση·2. (по службе) ὁ ὑποβιβασμός. -
13 снижение
сниж||ениес1. ἡ ἐλάττωση, ἡ μείωση/ ἡ ὑποτίμησηί-ις / ἡ πτώση (тк. цен):\снижениеение цен ἡ ἐλάττωση (или ἡ μείωση, ἡ πτώση) τῶν τιμών2. (по службе) ἡ ὑποβίβαση [-ις]·3. (самолета) τό χαμήλωμα, τό κατέβασμα. -
14 понижение
-я ουδ.1. ελάττωση, μείωση, λιγόστεμα• κατέβασμα• πτώση•понижение цен μείωση των τιμών•
голоса χαμήλωμα της φωνής•
понижение температуры πτώση της θερμοκρασίας.
|| υποβίβαση•понижение должности υποβίβαση του αξιώματος.
2. χαμηλό μέρος. -
15 снижение
-я ουδ.ελάττωση, μείωση• υποτίμηση• έκπτωση•снижение цен έκπτωση τιμών•
снижение се-бестоймости μείωση του κόστους παραγωγής.
|| υποβίβαση, -μός (στην υπηρεσία). -
16 умаление
-я ουδ.1. βλ. уменьшение.2. υποτίμηση, μείωση•умаление авторитета μείωση του κύρους.
-
17 вес
το βάρ/οςмеры - а τα σταθμά, τα ζύγιαразница между - ом брутто и нетто διαφορά μεταξύ μ(ε)ικτού και καθαρού - ουςмаксимальный взлетный ав. - μέγιστο - απογείωσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вес
-
18 декремент
η μείωση, η ελάττωση- затухания логарифмический λογαριθμική - (απόσβεση) του εύρους του κύματος ή των ταλαντώσεων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > декремент
-
19 дорн
το εργαλείο επεξεργασίας των σωλήνων/οπών (για μείωση της τραχύτητας)мет.-об.) η διαμέτρηση και η επεξεργασία των σωλήνων/οπώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дорн
-
20 зарплата
(заработная плата) о μισθ/ός·выштачивать - у πληρώνω το - о, замораживать - у παγώνω το - о, минимум - ы ελάχιστος -рост - ы άνοδος/αύξηση του - ούподённая - ημερήσιος -, το μεροκάματοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зарплата
См. также в других словарях:
μείωση — η 1. ελάττωση, σμίκρυνση, λιγόστεμα: Μείωση του μισθού. 2. μτφ., ταπείνωση, εξευτελισμός: Δεν ανέχομαι τη μείωση μπροστά στους γονείς σου! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μείωση — Είδος κυτταρικής διαίρεσης που λαμβάνει χώρα στα γεννητικά κύτταρα των αμφιγονικά αναπαραγόμενων οργανισμών. Έχει σκοπό τον υποδιπλασιασμό του αριθμού των χρωμοσωμάτων. Η μ. εξασφαλίζει τη διατήρηση του αριθμού των χρωμοσωμάτων σταθερό για κάθε… … Dictionary of Greek
μειώσῃ — μειόω lessen aor subj mid 2nd sg μειόω lessen aor subj act 3rd sg μειόω lessen fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυκαρδία — Μείωση της καρδιακής συχνότητας κάτω από τους 60 παλμούς το λεπτό. Η β. δεν συνεπάγεται πάντα παθολογική κατάσταση· μπορεί να είναι φυσιολογική όταν εμφανίζεται σε αθλητές, σε νέους ή κατά τη διάρκεια του ύπνου. Άλλες φορές, ενδέχεται να… … Dictionary of Greek
ισχαιμία — Μείωση της τροφοδοσίας ενός οργάνου ή ιστού με αίμα, λόγω μηχανικής απόφραξης ή λειτουργικής αγγειοσύσπασης του αρτηριακού αγγείου που είναι υπεύθυνο για την αιμάτωση της περιοχής. Ισχαιμικά επεισόδια αναφέρονται συνηθέστερα στο μυοκάρδιο ως… … Dictionary of Greek
δημογραφικό πρόβλημα — Όρος που περιγράφει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού καθώς και τις αλλαγές της πληθυσμιακής σύνθεσης μιας χώρας ή περιοχής. Ο Αριστοτέλης έγραψε: «Μίαν γαρ πληγήν ουχ’ υπήνεγκεν η πόλις, αλλ’… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
δυναμική οικονομική — Μελέτη των διακυμάνσεων του οικονομικού συστήματος κατά τη διαδρομή του χρόνου. Πριν από μερικές δεκαετίες η πλειονότητα των οικονομολόγων περιοριζόταν στη μελέτη της φιλελεύθερης –κυρίως συναλλακτικής– οικονομίας ως ένος στατικού μηχανισμού.… … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… … Dictionary of Greek